καταναγκαστικός

καταναγκαστικός
-η, -ο (Α καταναγκαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καταναγκάζει
2. αυτός που γίνεται με καταναγκασμό, αυτός που επιβάλλεται με τη βία
3. φρ. «καταναγκαστικά έργα»
α) παλαιότερη ποινή κατά την οποία οι κατάδικοι εξαναγκάζονταν να κάνουν κοπιώδεις χειρωνακτικές εργασίες με αυστηρή επιτήρηση και, παλαιότερα, με αλυσίδες στα πόδια
β) μτφ. ανυπόφορη και βαρύτατη εργασία («αυτή δεν είναι δουλειά, είναι καταναγκαστικά έργα»)
αρχ.
πειστικός, ακαταμάχητος.
επίρρ...
καταναγκαστικώς και -ά
με καταναγκασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταναγκάζω. Η λ. στο επίρρ. καταναγκαστικῶς μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταναγκαστικός — conclusive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που καταναγκάζει, εκβιαστικός, υποχρεωτικός: Τον τιμώρησαν σε καταναγκαστικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταναγκαστικόν — καταναγκαστικός conclusive masc acc sg καταναγκαστικός conclusive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναγκαστική — καταναγκαστικός conclusive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναγκαστικήν — καταναγκαστικός conclusive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος …   Dictionary of Greek

  • δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος …   Dictionary of Greek

  • επάναγκος — ἐπάναγκος, ον (Α) 1. αναγκαίος, απαραίτητος 2. υποχρεωμένος να κάνει κάτι 3. καταναγκαστικός, που απαιτείται με νόμο …   Dictionary of Greek

  • επαναγκαστικός — ἐπαναγκαστικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει δύναμη ώστε να αναγκάζει, να επιβάλλεται 2. καταναγκαστικός …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται με εξαναγκασμό, καταναγκαστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”